μοναχός

μοναχός
μοναχός ο
монах. Этим именем называются люди, отказавшиеся от мирского общества, давшие торжественный обет беспорочной жизни, послушания и нестяжания, по особому постановлению Церкви получившие благословение на эти подвиги и вступившие в общество себе подобных подвижников. Вместе с церковным благословением эти лица облекаются в особые черные одежды, которые должны непрестанно напоминать им данные обеты и располагать их к глубокому смирению. Монашество состоит из трех степеней, которые различаются не только внутренним подвижничеством, но и внешностью, одеянием:
1) монахи первой степени, новоначальные, иначе называются рясофорные. Одежда их - ряса и камилавка
2) мантийные монахи, постриженные в малую схиму. Из них состоит большая часть монашествующих. Одежда их – ряса, пояс, клобук и мантия, или палий, см. μικρόσχημος
3) схимники – монахи, постриженные в великую схиму. Это высшая степень монашества, высший ангельский образ, см. μεγαλόσχημος, σχήμα
Этим.
дргр. < μοναχ-(μοναχή) < μόνος «один, одинокий». Значение «пустынник, старец» восходит к 6 веку от Р.Х., и с этим значением слово вошло в многие языки: лат. monachus, италь. monaco, англ. monk, нем. monch, ирл. manach, рус. монах

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μοναχός" в других словарях:

  • μοναχός — μοναχός, ή, ό και μονάχος, η, ο 1. αυτός που δεν είναι με άλλους, μόνος, γνήσιος, αληθινός: Έμαθε μοναχός του να διαβάζει. 2. φρ., «Είναι σπίρτο μονάχο», για κάποιον που είναι πανέξυπνος. ο αυτός που μονάζει, ο καλόγερος, ο μοναστής: Η πίστη του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μοναχός — unique masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχός — ή, ό και μονάχος, η, ο (ΑΜ μοναχός, ή, όν, Μ και μονάχος, η, ον και μοναχός και αμοναχός, ή, όν) 1. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο μοναχός, η μοναχή αυτός που έχει απαρνηθεί τα εγκόσμια και έχει αφιερωθεί στη λατρεία τού Θεού σε μονή, μοναστής,… …   Dictionary of Greek

  • Γεώργιος ο Μοναχός — (9ος αι.). Χρονογράφος. Στο έργο του Χρονικόν σύντομον διηγείται συνοπτικά τα γεγονότα «από κτίσεως κόσμου» μέχρι της βασιλείας του Θεόφιλου (842). Διεξοδικότερη και ζωηρότερη είναι η αφήγησή του για την περίοδο της εικονομαχίας. Ως πηγή για την… …   Dictionary of Greek

  • Δαβίδ ο Μοναχός — (6ος αι. μ.Χ.). Τοπικός άγιος της Θεσσαλονίκης, ο οποίος μοίρασε τα χρήματά του στους φτωχούς και έζησε στην ύπαιθρο διδάσκοντας. Οι Θεσσαλονικείς τον έστειλαν στον Ιουστινιανό να ζητήσει την αντικατάσταση του έπαρχου της πόλης, που καταπίεζε… …   Dictionary of Greek

  • μοναχώτερον — μοναχός unique adverbial comp μοναχός unique masc acc comp sg μοναχός unique neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχόν — μοναχός unique masc acc sg μοναχός unique neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μοναχιάζω — [μοναχός] ξεμοναχιάζω, απομονώνω …   Dictionary of Greek

  • χειλάς — Μοναχός από τα Κύθηρα, συγγραφέας έργου με τον τίτλο Χρονικό περί του εν Κυθήροις μοναστηρίου του Αγίου Θεοδώρου, που περιέχει πολλές πληροφορίες για το νησί στα χρόνια της βενετοκρατίας (Βενετία, 1868). * * * ο / χειλᾱς, ΝΜΑ, θηλ. χειλού Ν ο… …   Dictionary of Greek

  • Κομάσιος — Μοναχός, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Ιερόθεος …   Dictionary of Greek

  • Παντόγαλος, Γαβριήλ — Μοναχός και λόγιος από την Κρήτη. Το 1600 ανακαίνισε το μοναστήρι του Τοπλού (Κυρά Ακρωτηριανή), που βρίσκεται στην πρώην επαρχία της Σητείας. Σε δική του ενέργεια οφείλεται και η πλάκα που στήθηκε στην αυλή και απέναντι στην είσοδο της μονής, με …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»